ανεβοκατεβάζω

ανεβοκατεβάζω
-ασα, -άστηκα, -ασμένος
1. ανεβάζω και κατεβάζω κάτι επανειλημμένα: Γιατί ανεβοκατεβάζεις το πανί της βάρκας;
2. αυξάνω και μειώνω επανειλημμένα την τιμή κάποιου εμπορεύματος: Ανεβοκατεβάζουν την τιμή του λαδιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανεβοκατεβάζω — ανεβοκατεβάζω, ανεβοκατέβασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανεβοκατεβάζω — 1. ανεβάζω και κατεβάζω συνέχεια ή διαδοχικά 2. κάνω συνεχώς ανατίμηση και υποτίμηση …   Dictionary of Greek

  • ανεβοκατέβασμα — το η πράξη του ανεβοκατεβάζω ή του ανεβοκατεβαίνω …   Dictionary of Greek

  • νευστάζω — (Α νευστάζω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω 2. κάνω νεύμα («ὀφρύσι νευστάζων», Ομ. Οδ.) 3. νυστάζω, ανεβοκατεβάζω το κεφάλι από τη νύστα αρχ. (για ζώα) χαμηλώνω τα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρηματ. παράγωγο τού νεύω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”