- ανεβοκατεβάζω
- -ασα, -άστηκα, -ασμένος1. ανεβάζω και κατεβάζω κάτι επανειλημμένα: Γιατί ανεβοκατεβάζεις το πανί της βάρκας;2. αυξάνω και μειώνω επανειλημμένα την τιμή κάποιου εμπορεύματος: Ανεβοκατεβάζουν την τιμή του λαδιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.